ψευδοφυσίγγιο

ψευδοφυσίγγιο
το, και παλ. λόγιος τ. ψευδοφυσίγγη, η, Ν
στρ. κομμάτι ξύλου, με διαστάσεις και βάρος φυσιγγίου, που χρησιμοποιείται στα γυμνάσια τού πυροβολικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + φυσίγγιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”